EN  GR  RU  CN 



Η Εμπορική εύνοια μετά τον Ν.102(Ι)/95.

Η Εμπορική εύνοια μετά τον Ν.102(Ι)/95.

By: Areti Charidemou & Associates

Το ερώτημα που γίνεται προσπάθεια να απαντηθεί κατωτέρω είναι κατά πόσο ο Ν.102(Ι)/95 μετέβαλε καθ’ οιονδήποτε τρόπο την αποζημίωση του άρθρου 13 του Ν.23/1983.

H θέσμια ενοικίαση εξαρτά την ύπαρξη της με τις πρόνοιες του εκάστοτε περί Ενοικιοστασίου Νόμου, γι’ αυτό και έχει πολλάκις χαρακτηριστεί από το ΔΕΕ ως «πλάσμα νόμου».[i] Στη Boyer and others v. Warbey (1953) 1 All ER 269, ο Sir Raymond Evershed MR αναφέρει στη σελ. 273 της απόφασης του∙ «The character of the statutory tenancyI have already saidis a very special oneIt has earned many epithets, including 'monstrum horrendum', and, perhaps, it has never been fully thought out by Parliament.». Παρέχει στο θέσμιο ενοικιαστή το νομοθετικό, προσωπικό, δικαίωμα του αμετακίνητου (statutory right of irremovability).[ii] Tο δικαίωμα αυτό μπορεί να περιοριστεί, και έτσι ο ιδιοκτήτης να ανακτήσει κατοχή του μισθίου, μόνο στις ρητές περιπτώσεις και με τον τρόπο που προνοεί ο προειρημένος νόμος.[iii]

Οι εκάστοτε περί Ενοικιοστασίου Νόμοι αναγνώριζαν διαχρονικά την ευχέρεια επιδίκασης αποζημίωσης για την απώλεια της εμπορικής εύνοιας, ως αυτή θα εξηγηθεί κατωτέρω, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις έξωσης του θέσμιου ενοικιαστή.[iv]

Στην MEHMET ALI SULAY ν. ANANIYA KAZANDJIAN (V24) 1 CLR 37 ο ZEKIA J αναφερόμενος στον νόμο του 1954 συνόψισε τα κύρια προαπαιτούμενα ώστε να δοθεί η υπόψη αποζημίωση στα εξής∙ (α) goodwill became attached to the business premises in question by reason of the carrying thereon by the tenant of some trade or business (β) the rental value has been increased owing to such business having been carried on by the tenant (γ) the landlord shall get the benefit of such increase and (δ) the tenant shall suffer a loss by giving up possession of such business premises. Στην παραπάνω υπόθεση ο ενοικιαστής δεν πέτυχε στην αξίωση του για αποζημίωση στη βάση του άρθρου 19. Ο Αρχιδικαστής σχολίασε, μεταξύ άλλων, για τα ενώπιον του γεγονότα, ότι ο ιδιοκτήτης πρόκειται να κατεδαφίσει τις επίδικες εγκαταστάσεις, επιχειρεί ως merchant tailor και δεν υπάρχει οτιδήποτε (ως μαρτυρία) που να δεικνύει ότι ο ιδιοκτήτης θα λάβει με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο το όφελος της ισχυριζόμενης εύνοιας που επικολλήθηκε στις εγκαταστάσεις, και σε κάθε περίπτωση καμία μαρτυρία που να δεικνύει ότι η ενοικιαστική αξία του καταστήματος αυξήθηκε λόγω της επιχείρησης του ενοικιαστή.

Στην NICOLAIDES ν. CHRYSOCHOU (1988) 1 CLR 687 το ΔΕΕ είχε εκδώσει διάταγμα έξωσης του θέσμιου ενοικιαστή και διέταξε τον ιδιοκτήτη να καταβάλει το ποσό των ΛΚ10.000 ως αποζημίωση δυνάμει του άρθρου 13 του Ν.23/1983. Το Ανώτατο Δικαστήριο κατ’ έφεση υιοθέτησε τον λόγο της Mehmet (ανωτέρω) και άντλησε καθοδήγηση από τις αγγλικές υποθέσεις που ερμήνευσαν πρόνοιες αντίστοιχες με τις ημεδαπές. Παρατήρησε, επίσης, πως (α) απαίτηση για αποζημίωση λόγω εμπορικής εύνοιας πρέπει να εγείρεται στα δικόγραφα (β) η εμπορική εύνοια με την έννοια του νόμου δεν σχετίζεται με τον αέρα για την αγορά μίας επιχείρησης σε μία εμπορική περιοχή (γ) το βάρος απόδειξης των προϋποθέσεων για την επιδίκαση της υπόψη αποζημίωσης βρίσκεται στον ενοικιαστή (δ) είναι απαραίτητο να προσκομιστεί μαρτυρία εμπειρογνώμονα προς υποστήριξη της απαίτησης. Τούτων δοθέντων, ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση ως προς την επιδίκαση της αποζημίωσης, θεωρώντας ότι οι ενοικιαστές απέδειξαν απλά ότι θα υποστούν ζημία από την έξωση, χωρίς όμως να προσφέρουν, ως όφειλαν, μαρτυρία για την αύξηση της ενοικιαστικής αξίας του μισθίου λόγω του επιτηδεύματος ή της επιχείρησης που διεξήγαγαν, τοσούτω μάλλον ότι αυτή η αύξηση ή μέρος της θα παραμείνει επ’ ωφελεία του ιδιοκτήτη.

Η σχετική με το θέμα νομολογία συνοψίζεται και στην Κόσμος Λτδ κ.α. ν. Φυλαχτού Λτδ (1992) 1 ΑΑΔ 1086. Η μαρτυρία που είχε προσφερθεί από τον ενοικιαστή περιοριζόταν στην προσφορά που αυτός δέχθηκε από κάποιο πρόσωπο, που δεν κατονόμασε, «να πωλήσει το επίδικο κατάστημα σαν επιχείρηση» για ΛΚ35.000. Κρίθηκε ότι αυτή απήδε της απαιτούμενης και η απαίτηση του ενοικιαστή για αποζημίωση απέτυχε. Από την ειρημένη απόφαση προκύπτει ευθέως πως η απόδειξη εμπορικής εύνοιας δεν οδηγεί αφ’ εαυτής στην επιδίκαση αποζημίωσης. Ως παραστατικά λέχθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο∙ «Και αν ακόμα υποθέσουμε ότι το Δικαστήριο θα μπορούσε, με την ενώπιον του μαρτυρία, να προβεί σε εύρημα αναφορικά με την αξία της εμπορικής αυτής εύνοιας και σε περαιτέρω εύρημα ότι οι εφεσείοντες, εγκαταλείποντας το κατάστημα, υφίστανται απώλεια ισάξια με την εύνοια αυτή, η αξίωση των εφεσειόντων θα ήταν και πάλιν καταδικασμένη να απορριφθεί, έκτός αν μπορούσαν να ικανοποιήσουν το Δικαστήριο ότι οι εφεσίβλητοι ιδιοκτήτες καρπώθηκαν είτε όλο είτε μέρος του ποσού που αντιπροσωπεύει την απώλεια αυτή.».[v]

Κατά τον χρόνο εκδίκασης και έκδοσης των ανωτέρω αποφάσεων ίσχυαν ανάλογα της περίπτωσης ο Ν. 13/1954 - The Rent (ControlLaw, 1954 που αργότερα καταγράφηκε ως Κεφ.86, ο Ν. 17/1961 - Ο περί Ελέγχου Ενοικίων (Υποστατικά Εργασίας) Νόμος του 1961, ο Ν. 36/1975 - Ο περί Ενοικιοστασίου Νόμος του 1975 και ο Ν.23/1983 – ο περί Ενοικιοστασίου Νόμος του 1983. Ως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην NICOLAIDES (ανωτέρω) οι μεταγενέστεροι νόμοι επαναλαμβάνουν «verbatim» τα όσα προνοούσε το άρθρο 19 του Ν.13/1954. Παρατηρείται, μάλιστα, ότι από τον Νόμο του 1954 μέχρι αυτόν του 1983, τα εκάστοτε άρθρα που εδώ ενδιαφέρουν είχαν την ίδια λεκτική διατύπωση, η οποία ήταν όμοια και με την αντίστοιχη του άρθρου 4 της αγγλικής Landlord and Tenant Act 1927.[vi]

Στην Κυριακής Κωνσταντίνου ν. Κώστας Χατζηστυλλής Είδη Υγιεινής Λτδ κ.α., Αίτηση Αρ.: Κ18/12, 20/12/2016 το ΔΕΕ σκιαγραφεί το ισχύον πλαίσιο πριν και μετά την τροποποίηση που έφερε ο Ν.102(Ι)/95 ως εξής∙ «Το άρθρο 13, πριν τροποποιηθεί από τον Ν.102(I)/95, ανέφερε άμεσα ότι ο ιδιοκτήτης καρπούται το όφελος της αύξησης της ενοικιαστικής αξίας του επίδικου ενώ ο ενοικιαστής υφίσταται ζημία. Όπως το άρθρο έχει τροποποιηθεί, η αύξηση της ενοικιαστικής αξίας εις χείρας του ιδιοκτήτη, είναι ένα από τα σημεία που το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη για να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια να επιδικάσει αποζημιώσεις στον ενοικιαστή για την απώλεια εμπορικής εύνοιας.».

Στην ANASTASSIS CHARALAMBOUS AND OTHERS ν. ALKIS J DEMETRIOU AND OTHERS (1961) 1 CLR 30 ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου O' BRIAIN εξέφρασε την άποψη πως αποτελεί «a well established general rule that full effect must be given to every word in a statute». Βλ. επίσης το Maxwell on Interpretation of Statutes, 12η έκδοση, σελ. 28.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αναγνώρισε συναφώς στη ΦΥΣΕΝΤΖΙΔΗ vK&C SNOOKER & POOL ENTERTAINMENT, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 30/2019, 1/6/2020, με αναφορά στους Halsbury’s Laws of England, 3η εκδ., τόμος 36, παρ. 583, πως «λέξεις δεν χρησιμοποιούνται στους νόμους χωρίς κάποιο νόημα και δεν είναι ταυτολογικές ή περιττές. Πρέπει, εάν είναι δυνατό, να αποδίδεται σημασία σε όλες τις λέξεις που χρησιμοποιούνται γιατί θεωρείται ότι ο νομοθέτης δεν σπαταλά τις λέξεις του, ούτε αναφέρει κάτι μάταια.». Βλ. επίσης την ECLI:CY:AD:2020:B297, FAROOQ κ.α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 165/2018, 166/2018, 169/2018, 170/2018, 7/9/2020. Μία συγγενής αρχή ερμηνείας με την πιο πάνω, ορίζει πως κατά κανόνα ουδεμία μεταβολή στη διατύπωση ενός νόμου γίνεται μάταια. Παραπομπή μπορεί να γίνει στις United States v. Wilson, 503 U.S. 333, 336(1992) και στη Russello v. United States, 464 U. S. 16, 23-24 (1983). Στη Stone v. INS, 514 U.S. 386, 397(1995) το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών, με παραπομπή στις Reiter v. Sonotone Corp., 442 U. S. 330, 339 (1979) και Moskal v. United States, 498 U. S. 103 109-111 (1990), ανέφερε ότι «When Congress acts to amend a statute, we presume it intends its amendment to have real and substantial effect». Εξαίρεση του κανόνα αυτού, συνιστά η περίπτωση που η αλλαγή του νόμου επέρχεται σε μία προσπάθεια κωδικοποίησης του ισχύοντος δικαίου και η υπόψη αλλαγή είναι τωόντι αμελητέα, μη προτιθέμενη να αλλάξει τον σκοπό του νόμου (βλ. Muniz v. Hoffman, 422 U.S. 454, 467-474 (1975) και WALTERS v. NAT. ASSN. OF RADIATION SURVIVORS 473 U.S. 305, 318 (1985).[vii]

Αποδίδεται, επίσης, πλήρη γνώση στον νομοθέτη τόσο για τα έννομα αποτελέσματα που φέρουν τα νομοθετήματα του όσο και για την ερμηνεία του ισχύοντος δικαίου ευρύτερα. Στην Montclair v. Ramsdell, 107 U.S. 147 (1883) το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών επικύρωσε την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου του Τζέρσεϋ αναγνωρίζοντας μεταξύ άλλων στη σελ. 152 της απόφασης του πως∙ «It is the duty of the Court to give effect, if possible, to every clause and word of a statute, avoiding, if it may be, any construction which implies that the legislature was ignorant of the meaning of the language it employed.». Στην Nicolaides (ανωτέρω) αναγνωρίζεται ότι «…it is a cardinal principle of interpretation that the legislator is presumed to know the Law and its authoritative interpretation by the Courts. A statutory provision which was interpreted as early as 1959 was reproduced in successive rent control legislation».[viii]

Δοθέντων των παραπάνω αρχών δέον όπως σημειωθούν τα εξής σχετικά με τον Ν.102(Ι)/95. Ο νομοθέτης έχοντας γνώση της ερμηνείας του τότε ισχύοντος νόμου επέλεξε εν τη σοφία του να χρησιμοποιήσει την φράση «λαμβάνεται υπόψη» και να διαγράψει την επιτακτική προηγούμενη διατύπωσή του. Κατά τεκμήριο ο νομοθέτης είχε γνώση των εννόμων αποτελεσμάτων που η μεταβολή του νόμου δημιούργησε, ήτοι την αύξηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Αν και δεν είναι φρόνιμο, ούτε και εφικτό, να προεξοφληθεί πώς θα ασκείται η εν λόγω ευχέρεια,[ix] αυτή έχει σαφώς διευρυνθεί. Ο ερμηνευτής του νόμου, δηλαδή ο/ή Δικαστής, καλείται μέσω του θεσμικού του/της ρόλου να μεριμνήσει έτσι ώστε να εφαρμοστεί πλήρως η πρόθεση αυτή του νομοθέτη.

Κατά την άποψη μου, ενόψει της μεταβολής που επήλθε με τον Ν.102(Ι)/95, η παράλειψη του ενοικιαστή να αποδείξει την κάρπωση από τον ιδιοκτήτη της αύξησης της ενοικιαστικής αξίας του μισθίου λόγω της επιχείρησης/επιτηδεύματος του ενοικιαστή, δεν οδηγεί εξ ορισμού σε απόρριψη της απαίτησης για καταβολή της υπόψη αποζημίωσης, καθότι ο ειρημένος είναι παράγοντας που πλέον απλώς λαμβάνεται υπόψη από το ΔΕΕ, αντιθέτως με το τί ίσχυε προηγουμένως.

Στην Ιωάννου v. Θεοδούλου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 113 σημειώθηκε∙ «Η νομολογία, όπως έχει καθοριστεί με τις αποφάσεις Κόσμος Λτδ. και Nicolaides, δε διαφοροποιείται, σε σχέση με τα εξεταζόμενα θέματα, από την τροποποίηση του άρθρου 13 που έγινε με το Νόμο 102(I)/95.». Στην Ιωάννου (ανωτέρω) καταχωρήθηκε έφεση από τους ενοικιαστές στρεφόμενη κατά το μέρος της απόφασης του ΔΕΕ που αφορούσε την επιδίκαση προς αυτούς ονομαστικής μόνο αποζημίωσης για απώλεια εμπορικής εύνοιας. Το Εφετείο επικύρωσε την απόφαση αυτή κρίνοντας ότι η μαρτυρία που προσκομίσθηκε, δηλαδή ότι οι ενοικιαστές είχαν καταβάλλει το ποσό των ΛΚ24.000 στους ιδιοκτήτες, «απέχει πολύ από εκείνη τη μαρτυρία που θεωρείται αντικειμενικά ικανοποιητική, ούτως ώστε να βοηθήσει το Δικαστήριο να εξάξει συμπεράσματα για το ποσό της αποζημίωσης». Ειδικότερα, αναφερόμενο στις Nicolaides (ανωτέρω) και Κόσμος (ανωτέρω), επανέλαβε ότι (α) το βάρος απόδειξης της απαίτησης για αποζημίωση λόγω εμπορικής εύνοιας είναι στους ενοικιαστές, (β) η εμπορική εύνοια που καταβάλλεται κατόπιν διευθέτησης με τον αγοραστή δεν συνταυτίζεται με την εμπορική εύνοια του άρθρο 13 του Νόμου και (γ) η υπό του Νόμου αποζημιωτέα εμπορική εύνοια μόνο με νοητική εικασία (intelligent guess) εμπειρογνώμονα να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο. Επομένως, στην ανωτέρω υπόθεση, η αναφορά του Ανώτατου Δικαστηρίου ότι η τροποποίηση του 1995 δεν μετέβαλε τα όσα οι Κόσμος Λτδ. και Nicolaides νομολόγησαν, αφορά μόνο το βάρος και τον τρόπο απόδειξης της αποζημιωτέας εμπορικής εύνοιας. Και επομένως στα ανωτέρω περιορίζεται το ratio decidendi της απόφασης.[x] Καμία αναφορά δεν εντοπίζεται, μήτε το Ανώτατο Δικαστήριο, ως προκύπτει από το κείμενο της απόφασης, πραγματεύτηκε τους παράγοντες που θα επηρεάσουν την ευχέρεια του Δικαστηρίου για την επιδίκαση της υπόψη αποζημίωσης μετά την έναρξη της ισχύος του Ν.102(I)/95.

Καταληκτικά, λοιπόν, σε απάντηση του ερωτήματος που τέθηκε στην αρχή του παρόντος, φρονώ ότι, αν και το βάρος και ο τρόπος απόδειξης της αποζημιωτέας εμπορικής εύνοιας δεν μεταβλήθηκε με τον Ν.102(Ι)/95, η ευχέρεια του ΔΕΕ για το πότε μπορεί να επιδικαστεί έχει διευρυνθεί σε βαθμό που ίσως, στις κατάλληλες περιπτώσεις, να εκφεύγει των στεγανών της μέχρι σήμερα νομολογίας.



[i] βλ. ΚΩΣΤΑ Α. ΤΣΑΓΓΑΡΗ κ.α. ν. KYRIAKOU BOOKSELLERS STATIONERS LTD, Αίτηση αρ.: Ε2/09, 8/5/2012, CHAMBERS κ.α. ν. ARNE REHAB CENTER LTD, Αίτηση Αρ. E23/2018, 16/2/2021, ChrGeorgiades Ltd (HE 234) ν. ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ κ.α., Αίτηση Αρ. Ε80/12, 28/3/2014, K F P ROOF GARDEN LIMITED κ.α. ν. G M PARASHOS & CO LIMITED κ.α., Αίτηση Αρ. Ε2/2018, 13/7/2018, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ κ.α. v. ΙΩΑΝΝΟΥΑίτηση ΑρΚ21/2013, 18/3/2019, ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΑΦΟΥ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΕΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΠΑΦΟΥ ν. CHARALAMBOUS & PANAYIOTOU TOURIST ENTERPRISES LIMITED (ΠΡΩΗΝ NEOPAN DEVELOPMENTS LIMITED) κ.α., Αίτηση Αρ. Ε31/2015, 27/5/2019, NEOPHITOS (MAVRIS) HOLDINGS LIMITED ν. ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ κ.α., Αίτηση Αρ. Ε25/2014, 19/6/2019, ΧΡΙΣΤΟΥ ν. ΠΑΠΑΣΑΒΒΑ, Αίτηση Αρ. Κ4/2015, 5/6/2019, Γεωργαλλά κ.α. ν. C & P Liotatis Co Ltd κ.α., Αίτηση Αρ. Ε14/2016, 9/4/2019, HADJICHRISTODOULOU BROTHERS RESTAURANT LTD κ.α. ν. ΝΕΟΦΥΤΟΥ κ.α., Αίτηση Αρ. Ε16/2015, 3/5/2019, ΑΙΚΑΡΠΑΣΙΤΗΣ & ΥΙΟΙ v. ΠΙΡΙΛΛΟΥΑίτηση ΑρΕ33/2016, 8/1/2020, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ κ.α. v. ΒΕΤΤΑ ΒΙLT SERVICES LTD, Αίτηση ΑρΚ11/2016, 25/5/2020, EFTARIS INVESTMENTS CO LTD v. ΝΕΣΤΟΡΟΣ κ.α., Αίτηση ΑρΕ10/2018, 18/9/2020, ΓΑΛΑΝΟΥ δια του πληρεξουσίου αντιπροσώπου της ΧΧΧΧ ΓΑΛΑΝΟΥ ν. C & S SMART MOVE DEVELOPERS LIMITED κ.α., Αίτηση Αρ. Ε18/2018, 28/4/2020, MIMIS G IOAKIM DEVELOPMENTS LTD ν. YIANTOGIO LTD κ.α., Αίτηση Αρ. E13/2017, 20/1/2021, ΚΤΗΜΑΤΟΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΡΜΗΣ ΛΙΜΙΤΕΔ ως έχει μετονομασθεί σε ΤHEMISTOCLEOUS PROPERTIES LIMITED ν. PEERS TRADING CO LIMITED κ.α., Αίτηση ΑρΕ10/2017, 11/9/2018, X M ΜΑΡΤΗΣ ΛΤΔ ν. ΔΗΜΟΥ ΑΓΙΑΣ ΝΑΠΑΣ, Αίτηση Αρ. Κ3/2017, 11/11/2020, ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ν. ΔΗΜΟΥ ΠΑΦΟΥ, Αίτηση Αρ. Κ10/2016, 27/4/2020. 


[ii] βλ. Δίσπυρου (1990) 1 ΑΑΔ 365 με αναφορά στις Dudley and District Benefit Building Society vEmerson [1949] Ch. 707, Marcroft Wagons vSmith [1951] 2 All ER 271 και το Megarry & Wade, The Law of Real Property, 17η εκδ., σελ. 1027, παρ. 22-130, υπό τον τίτλο «1. Statutory Tenancy»). Σχετικές και οι POLYCAST ν. VOURKAS FABRICS (1986) 1 CLR 107 και DIAS UNITED PUBLISHING ν. HADJIKYRIACOS ESTATES (1986) 1 CLR 173.


[iii] Συναφώς, στη προμετωπίδα της αυθεντίας DIONYSSIOS LAMBRIANIDES ν. ALEXANDROS MAVRIDES (V23) 1 CLR 49 αναφέρεται ότι εκτός στη βάση του Νόμου «The Courts have no jurisdiction to issue an order of ejectment or for recovery of possession in respect of protected premises …».


[iv] Παραπομπή μπορεί να γίνει στο άρθρο 19 του Ν. 13/1954 - The Rent (ControlLaw, 1954, (Κεφ.86), στο άρθρο 11 του Ν. 17/1961 - Ο περί Ελέγχου Ενοικίων (Υποστατικά Εργασίας) Νόμος του 1961, στο άρθρο 17 του Ν. 36/1975 - Ο περί Ενοικιοστασίου Νόμος του 1975, στο άρθρο 13 του περί Ενοικιοστασίου Νόμου του 1983 (23/1983).

[v] Ως προς την προσέγγιση του ΔΕΕ για την απόσειση του βάρους απόδειξης από τον ενοικιαστή μνεία γίνεται στις Κυριακής Κωνσταντίνου ν. Κώστας Χατζηστυλλής Είδη Υγιεινής Λτδ κ.α., Αίτηση Αρ.: Κ18/12, 20/12/2016, A K ΠΟΧΤΖΕΛΙΑΝ & ΥΙΟΙ (ΔΙΑΝΟΜΕΙΣ) ΛΤΔ ν. ΝΑΤ JANGO FASHION LIMITED, Αίτηση Αρ. Ε53/08, 20/2/2013, Εκκλησίας Αγίας Βαρβάρας Ζακακίου ν. Mάρως Παπασπύρου κ.α., Συνενωμένη Αίτηση αρ.: E141/10, E142/10, 27/2/2014, ΤΑΚΗ ΜΙΧΑΗΛ ν. ΜΑΡΙΑΣ ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ ΤΑΛΙΩΤΗ, Αίτηση αρ.: Κ65/2009, 20/9/2011, Εκκλησίας Αγίας Βαρβάρας Ζακακίου ν. Ελισσαίου Γιάπα, Αρ. Αιτ. Ε.137/2010, 27/2/2014, ΠΑΤΣΑΛΙΔΟΥ ν. ΜΟΥΖΟΥΡΗΣ κ.α., Αίτηση αρ.: E36/2017, 30/9/2019, Ιερού Ναού Παναγίας Χρυσελεούσης Στροβόλου ν. Champs Elysees Partyland Ltd, Αρ. Αγωγής: 4068/2005, 14/1/2013, Ανδρέα Ιωάννου vLambtex Knitwear Limited, Αίτηση αρ. Κ20/13, 24/2/2017 και Πέτρου ν. Στυλιανού, Αίτηση αρ.: Ε13/2015, 9/11/2018


[vi] βλ. Maria Olympiou v. Panayiotis Christodoulides (1986) JSC 141 και Pinelopi G Gizi and Others v. Antouan Sachakian (1986) JSC 273).


[vii] Για παράδειγμα στην WALTERS, που ο νόμος προνοούσε αρχικά ότι η δικαιοδοσία του Εφετείου αφορούσε αποφάσεις «against the constitutionality of any Act of Congress» ενώ αργότερα αποφάσεις «holding any Act of Congress unconstitutional», θεωρήθηκε ότι εφαρμοζόταν η εξαίρεση, αφού ο σκοπός του νόμου δεν είχε αλλάξει παρά τις ανωτέρω μεταβολές.


[viii] Γι’ αυτό άλλωστε και στο «Practical Legislation», του Henry Thring, 1936, Κεφ. 1, σελ. 1, στο οποίο περιέχεται πρακτική καθοδήγηση για την εκπόνηση νομοθεσίας, το πρόσωπο που καλείται να νομοθετήσει παροτρύνεται πρώτα «to acquaint himself with the whole of the existing law relating to the subject-matter of the Act which he is directed to prepare.».


[ix] Στην XVMorgan Grampian [1991] 1 AC 1 αναγνωρίζεται, υπό ένα διαφορετικό πλαίσιο, καίτοι σχετικό και στην εδώ περίπτωση, ότι «It would be foolish to attempt to give comprehensive guidance» για το πώς το Δικαστήριο θα ασκήσει την ευχέρειά του.


[x] Σχετικές για το ratio decidendi είναι οι Κάγκα ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 262, Μαυρογένης ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 ΑΑΔ 315, ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ VICTOR NICOLAEVICH MAKUSHIN (ΑΡ. 1) (2012) 1 ΑΑΔ 20, Practice Note (Judicial Precedent) [1966] 3 All ER 77 και Το Αγγλικό Κοινό Δίκαιο, οι Κανόνες της Επιείκειας και η Εφαρμογή τους στην Κύπρο» (1981) του Γ. Μ. Πική, σελ. 21 et seq.. Το ratio decidendi, το δεσμευτικό δηλαδή μέρος της απόφασης, συνίσταται μόνο στα όσα αναφέρονται για να επιλυθεί το επίδικο ερώτημα. Ο Earl of Halsbury L.C. αναγνώρισε στην απόφαση που έκδωσε στην Quinn v Leathern [1901] AC 495 του τότε House of Lords πως η γενική αρχή που πηγάζει από μία απόφαση πρέπει να αξιολογείται βάσει των ιδιαίτερων γεγονότων που την περιβάλουν. Το σχετικό απόσπασμα έχει ως εξής∙ «every judgment must be read as applicable to the particular facts proved, or assumed to be proved, since the generality of the expressions which may be found there are not intended to be expositions of the whole law, but governed and qualified by the particular facts of the case in which such expressions are to be found».



Show more
Show less

Tags: Immigration

POPULAR PRACTICES

© Lawyers in Cyprus. All Rights Reserved. Terms & Privacy Policy |